Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ένυδρο -

См. также в других словарях:

  • ένυδρο ηλεκτρόνιο — Δευτερογενές ηλεκτρόνιο που απελευθερώνεται όταν τα μόρια του νερού ιονίζονται υπό την επίδραση μιας ιονίζουσας ακτινοβολίας σε ένα υδατικό διάλυμα. Ένα τέτοιο ηλεκτρόνιο γρήγορα χάνει την ενέργειά του γιατί ιονίζει και διεγείρει τα γειτονικά… …   Dictionary of Greek

  • λαουμαντίτης ή λωμοντίτης — Ένυδρο ορυκτό αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου που ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων και έχει τύπο Ca(AlSi2O6)2.4H2O. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σε κρυστάλλους επιμήκεις, αλλά βρίσκεται και σε ραβδοπαγή ή γεώδη συσσωματώματα. Το νερό που… …   Dictionary of Greek

  • σκουριά — Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • ελίτης — Ορυκτό, αποτελούμενο από ένυδρο φωσφορικό χαλκό, με χημικό τύπο 5CuO P2O5 3H2O. Έχει σμαραγδοπράσινο χρώμα, ειδικό βάρος 3,8 4,27 και σκληρότητα 1,5 2 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Απαντάται στον Ρήνο (περιοχή Eλ απ’ όπου πήρε και την… …   Dictionary of Greek

  • εψομίτης — Ορυκτό, ένυδρο θειικό άλας του μαγνησίου. Ο χημικός του τύπος είναι της μορφής MgSΟ4 7H2O. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί ή βελονοειδείς. Έχει λάμψη γυαλιού, λευκό ή ωχρό κόκκινο χρώμα, πικρή και αλμυρή …   Dictionary of Greek

  • εωσφορίτης — Ορυκτό, το οποίο είναι ισόμορφο με τον χιλδρενίτη. Περιέχει σε μεγάλη ποσότητα ένυδρο φωσφορικό άλας μαγγανίου, σιδήρου και αργιλίου. Μεταβάλλεται σε μικρούς κρυστάλλους ρομβικής συμμετρίας, ενώ το ειδικό του βάρος είναι 3,11 3,145. Έχει λάμψη… …   Dictionary of Greek

  • εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • λανθανίτης — Ορυκτό ένυδρο ανθρακικό άλας του λανθανίου, με χημικό τύπο La2(CO3)2.8H2O. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, παρουσιάζει σκληρότητα 2, έχει ειδικό βάρος 2,67, λευκοκίτρινο, λευκόφαιο ή κόκκινο χρώμα, λάμψη μαργαριταριού και βρίσκεται κυρίως στη …   Dictionary of Greek

  • τετραβορικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τετραβορικό οξύ» άλλη ονομασία για το πυροβορικό οξύ (βλ. πυροβορικός) β) «τετραβορικό άλας» το ένυδρο άλας τού πυροβορικού οξέος γ) «τετραβορικό νάτριο» το ένυδρο άλας τού τετραβορικού οξέος με το νάτριο, αλλ. βόρακας ή… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»